- μεγάλωμα
- τό1) увеличение; возрастание; расширение; 2) выращивание, воспитание; 3) взросление; 4) преувеличивание; 5) продвижение (по службе); повышение (в чине, должности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγάλωμα — το (Α μεγάλωμα) [μεγαλώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα τού σπιτιού») 2. ανατροφή («μετά τον θάνατο τής μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών») 3. ενηλικίωση 4. μεγαλοποίηση,… … Dictionary of Greek
μεγάλωμα — το, ατος 1. αύξηση, ανάπτυξη: Το μεγάλωμα των εσόδων. 2. ανατροφή: Ανέθεσε σε παιδαγωγούς το μεγάλωμα των παιδιών της. 3. μεγέθυνση, επέκταση: Το μεγάλωμα του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλώματος — μεγάλωμα might neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπτυξη — η 1. αύξηση, μεγάλωμα των οργανικών όντων: Το παιδί παρουσιάζει πρόωρη σωματική ανάπτυξη. 2. γενικά μεγάλωμα, προαγωγή: Η πόλη αυτή σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη την τελευταία εικοσαετία. 3. λεπτομερειακή έκθεση, ανάλυση: Έκαμε μια άρτια ανάπτυξη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναξις — ἄναξις ( εως), η (Α) [ἀνάγω] ανατροφή, μεγάλωμα … Dictionary of Greek
έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες … Dictionary of Greek
αβγάτισμα — το [αβγατίζω] 1. η επιπλέον προσθήκη, επαύξηση, μεγάλωμα, πολλαπλασιασμός 2. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος, τσόντα 3. αυτό που προήλθε από προσθήκη, προσαύξηση, πλεόνασμα 4. το παιχνίδι αβγατιστή* … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
εκτροφή — ἐκτροφή, η (Α) ανατροφή, μεγάλωμα («εκτροφή χοίρων») αρχ. 1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.) 2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.) … Dictionary of Greek
εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… … Dictionary of Greek
κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… … Dictionary of Greek